ζευκτήριος

ζευκτήριος
-ια και -ία, -ιο (AM ζευκτήριος, -ία, -ιον)
1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση
2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία
ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο
3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες
καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους γλουτούς τού πλοίου και από τις δύο πλευρές τού ποδοστήματος, έτσι ώστε σε περίπτωση αποσύνδεσης το πηδάλιο να συγκρατηθεί από αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευκτήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζευκτήριον — ζευκτήριος fit for joining masc acc sg ζευκτήριος fit for joining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτήριε — ζευκτήριος fit for joining masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτηρίας — ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem acc pl ζευκτηρίᾱς , ζευκτήριος fit for joining fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζευκτηρίαν — ζευκτηρίᾱν , ζευκτήριος fit for joining fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”