- ζευκτήριος
- -ια και -ία, -ιο (AM ζευκτήριος, -ία, -ιον)1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρίαο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίεςκαθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους γλουτούς τού πλοίου και από τις δύο πλευρές τού ποδοστήματος, έτσι ώστε σε περίπτωση αποσύνδεσης το πηδάλιο να συγκρατηθεί από αυτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευκτήρ].
Dictionary of Greek. 2013.